Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΤΕΛΕΙΑΣ

«Καμιά λέξη δεν ήταν ποτέ τόσο αποτελεσματική, όσο μια σωστά προγραμματισμένη παύση»  
                                                                                                           Μαρκ Τουέιν

 Τα σημεία στίξης (< στίζω= χαράζω, σκαλίζω) εμπλουτίζουν και δίνουν άλλον «αέρα» στο γραπτό λόγο, παρόλο που σημαίνουν και εννοούν αποκλειστικά παύσεις ή σιωπές. Θα μπορούσαμε να τα παραλληλίσουμε με τη σημειολογία στη μουσική που μας βοηθά να ερμηνεύσουμε ένα έργο έτσι όπως πραγματικά το είχε στο μυαλό του ο συνθέτης. Το αντίστοιχο συμβαίνει και στα κείμενα. Όταν διαβάζουμε ένα κείμενο, πρέπει να μπαίνουμε στη διαδικασία της ερμηνείας του και όχι απλά της ανάγνωσης. 

Τα ερωτηματικά φανερώνουν ότι ψάχνουμε απάντηση, προβληματιζόμαστε. Άρα, σκεφτόμαστε.
Η άνω τελεία μάς ξεκουράζει διακριτικά.
Τα αποσιωπητικά φιλοσοφούν.
Η τελεία κουβαλάει το φορτίο του οριστικού και του βέβαιου. 
Τα εισαγωγικά εξηγούνται, προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης.
Η άνω-κάτω τελεία μάς σταματά με αυστηρότητα για να ακολουθήσει διευκρίνιση.
Το κόμμα (υποστιγμή) μάς δυσκολεύει τη ζωή. Η χρήση του είναι περίπλοκη και δεν στηρίζεται σε απόλυτους κανόνες. Εδώ, και λίγο ένστικτο δε βλάπτει. 
Μας δίνει ευκαιρία να πάρουμε μια ανάσα, αλλά γεννά και προσδοκίες. Ένα λάθος κόμμα, και πάει η προσδοκία! Μια λάθος ανάσα.... και να τη η παρανόηση!


Μια από τις πιο γνωστές παρανοήσεις στο φιλολογικό, και μη, κόσμο είναι η περίπτωση της άνω τελείας στο ποίημα του νομπελίστα Γ.Σεφέρη, "Άρνηση".



Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος,
πήραμε τη ζωή μας• λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.
 

  
(Η ακαδημαϊκός Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ μιλάει για το λάθος στη μελοποίηση του ποιήματος από τον Μίκη Θεοδωράκη.)

Είναι γνωστό ότι ο Σεφέρης δεν λέει ότι «πήραμε λάθος τη ζωή μας». Με «πόθους και με πάθος» την πήραμε, αλλά πώς να μπει άνω τελεία στο τραγούδι; Έτσι ερμηνεύτηκε λάθος ο στίχος.

Και ποιο είναι τελικά το πιο δυνατό σημείο στη στροφή αυτή; Το πιο σοκαριστικό; Η λέξη "λάθος" με ένα θαυμαστικό που μας φωνάζει για κάτι σοβαρό που έγινε ή ότι τελικά αλλάξαμε ζωή;

Και πώς αλλάζει κανείς ζωή;


 

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟΙ ΗΧΟΙ



     Στην Τρίτη τάξη δάσκαλός μας ήταν ο Περίανδρος Κρασάκης... Αυτός ο δάσκαλος λοιπόν ώρες μας έπαιρνε τ’ αυτιά με τα φωνήεντα και με τους τόνους. Κι εμείς ακούγαμε τις φωνές στο δρόμο, τους μανάβηδες, τους κουλουρτζήδες […] και περιμέναμε πότε να χτυπήσει το κουδούνι, να γλιτώσουμε. Κοιτάζαμε το δάσκαλο να ιδρώνει πάνω στην έδρα, να λέει, να ξαναλέει και να θέλει να καρφώσει στο μυαλό μας τη γραμματική, να ο νους μας ήταν έξω στον ήλιο και στον πετροπόλεμο […]

Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μια ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι […]. Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σχολείου και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλλης, που ’χε έρθει εκείνη τη χρονιά από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο:

     -Σώπα, δάσκαλε, φώναξε, σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί!
       
(Διασκευασμένο απόσπασμα  
    από το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Αναφορά στον Γκρέκο»)

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Ο ΥΔΡΟΒΙΟΤΟΠΟΣ ΤΗΣ ΑΛΥΚΗΣ

" Ο υδροβιότοπος της Αλυκής, βρίσκεται δίπλα στην πόλη του Αιγίου, στο ακρωτήριο Γύφτισσα. Έχει τριγωνικό σχήμα και βρέχεται από τον Κορινθιακό κόλπο.
Η έκτασή της είναι 180 στρ. περίπου, η περίμετρός της φθάνει τα 3,2 χλμ και το βάθος δεν ξεπερνά τους 50 πόντους.

Παρά το μικρό της μέγεθος η συγκεκριμένη περιοχή αποτελεί ένα πολύ σημαντικό οικοσύστημα, που συγκεντρώνει όλα τα κύρια χαρακτηριστικά ενός τυπικού υγροτόπου. Η εύκολη πρόσβαση αποτελεί ευνοϊκό στοιχείο για τη μελέτη του τόπου. Οι ζώνες καλαμιών και τα αλίπεδα είναι σε άριστη κατάσταση και από ορνιθολογική άποψη χαρακτηρίζονται πολύ σημαντικά αφού προσφέρουν καταφύγιο σε χιλιάδες μεταναστευτικά πουλιά κάθε χρόνο. Κατά τους χειμερινούς και ανοιξιάτικους μήνες έχουν καταγραφεί πάνω από 209 είδη πουλιών που σταθμεύουν στην περιοχή. Μεταξύ αυτών υπάρχουν διάφορες ομάδες υδρόβιων και παρυδάτιων πουλιών, ακόμη και κύκνοι και φοινικόπτεροι (φλαμίνγκος). Πολλά από τα είδη που έχουν παρατηρηθεί στην περιοχή είναι απειλούμενα στην Ελλάδα. Αυτή η ποικιλότητα της ορνιθοπανίδας που είναι η μεγαλύτερη μεταξύ των υγροτόπων της Πελοποννήσου, συνδυαζόμενη με τις ευνοϊκές συνθήκες παρατήρησης των πουλιών, αναδεικνύουν τον υγρότοπο της Αλυκής ως μια αξιόλογη περιοχή για σκοπούς επιστημονικούς, εκπαιδευτικούς αλλά και αναψυχής."


Αυτά τα ενδιαφέροντα θα διαβάσει κανείς αν θελήσει να ψάξει μερικές πληροφορίες για τον εν λόγω υγροβιότοπο. Θα συνοδεύονται δε, από ειδυλλιακές εικόνες φυσικού κάλλους. Πράγματι, όταν η φύση δημιουργεί, το αποτέλεσμα είναι μεγαλειώδες. 

Όπου όμως εμπλακεί ο άνθρωπος, το αποτέλεσμα είναι αντάξιο της ποιότητάς του.


Παρόλο που ο κάδος ήταν δίπλα (γεμάτος βέβαια γιατί...πού να στέλνουμε τώρα δημοτικό υπάλληλο να τον αδειάσει;;), ο χώρος ήταν διάσπαρτος από άσπρες συσκευασίες, πλαστικά μπουκάλια και χαρτιά!




Γιατί μερικοί ποτέ δεν θα αποκτήσουν οικολογική συνείδηση. Είναι κρίμα και ντροπή!





Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

Η ΔΑΣΚΑΛΑ

Τις προάλλες φώναξα στο γραφείο μου τη δεσποινίδα Ιουλία, τη δασκάλα των παιδιών. Έπρεπε να της δώσω το μισθό της.
«Κάθισε να κάνουμε το λογαριασμό», της είπα. «Θα ‘χεις ανάγκη από χρήματα και συ ντρέπεσαι να ανοίξεις το στόμα σου... Λοιπόν... Συμφωνήσαμε για τριάντα ρούβλια το μήνα...»
«Για σαράντα».
«Όχι, για τριάντα, το έχω σημειώσει. Εγώ πάντοτε τριάντα ρούβλια δίνω στις δασκάλες... Λοιπόν, έχεις δύο μήνες εδώ...»
«Δύο μήνες και πέντε μέρες...»
«Δύο μήνες ακριβώς... Το ‘χω σημειώσει... Λοιπόν, έχουμε εξήντα ρούβλια. Πρέπει να βγάλουμε εννιά Κυριακές... δε δουλεύετε τις Κυριακές. Πηγαίνετε περίπατο με τα παιδιά. Έπειτα έχουμε τρεις γιορτές...»
Η Ιουλία έγινε κατακόκκινη και άρχισε να τσαλακώνει νευρικά την άκρη του φουστανιού της, μα δεν είπε λέξη.
«Τρεις γιορτές... μας κάνουν δώδεκα ρούβλια το μήνα... Ο Κόλιας ήταν άρρωστος τέσσερις μέρες και δεν του έκανες μάθημα... Μονάχα με τη Βαρβάρα ασχολήθηκες... Τρεις μέρες είχες πονόδοντο και η γυναίκα μου σου είπε να αναπαυτείς μετά το φαγητό... Δώδεκα και εφτά δεκαεννιά. Αφαιρούμε, μας μένουν... Χμ! σαράντα ένα ρούβλια... Σωστά;»
Το αριστερό μάτι της Ιουλίας έγινε κατακόκκινο και νότισε. Άρχισε να τρέμει το σαγόνι της. Την έπιασε ένας νευρικός βήχας, έβαλε το μαντίλι στη μύτη της, μα δεν έβγαλε άχνα.
«Την παραμονή της πρωτοχρονιάς έσπασες ένα φλιτζάνι του τσαγιού με το πιατάκι του ... Βγάζουμε δύο ρούβλια ... Το φλιτζάνι κάνει ακριβότερα γιατί είναι οικογενειακό κειμήλιο, μα δεν πειράζει ... Τόσο το χειρότερο! Προχωρούμε! Μια μέρα δεν πρόσεξες τον Κόλια, ανέβηκε ο μικρός στο δέντρο και έσκισε το σακάκι του... Βγάζουμε άλλα δέκα ρούβλια... Άλλη μια μέρα που δεν πρόσεχες, έκλεψε μια καμαριέρα τα μποτάκια της Βαρβάρας. Πρέπει να ‘χεις τα μάτια σου τέσσερα, γι' αυτό σε πληρώνουμε... Λοιπόν, βγάζουμε άλλα πέντε ρούβλια. Στις δέκα του Γενάρη σε δάνεισα δέκα ρούβλια...»
«Όχι, δεν έγινε τέτοιο πράμα» μουρμούρισε η Ιουλία.
«Το ‘χω σημειώσει!»
«Καλά...»
«Βγάζουμε είκοσι επτά ρούβλια, μας μένουν δεκατέσσερα».
Τα μάτια της Ιουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι ιδρώτα γυάλιζαν πάνω στη μύτη της. Κακόμοιρο κορίτσι!
«Μα εγώ μια φορά μονάχα δανείστηκα χρήματα. Μονάχα τρία ρούβλια, από την κυρία», μουρμούρισε η Ιουλία και η φωνή της έτρεμε... «Αυτά είναι όλα όλα που δανείστηκα».
«Μπα; Και ‘γώ δεν τα είχα σημειώσει αυτά. Λοιπόν, δεκατέσσερα έξω τρία, μας μένουν έντεκα. Πάρε τα χρήματά σου, αγαπητή μου! Τρία... τρία, τρία... ένα και ένα... Πάρ’ τα...» Και της έδωσα έντεκα ρούβλια.
Τα πήρε με τρεμουλιαστά δάχτυλα και τα έβαλε στην τσέπη της.
«Ευχαριστώ», ψιθύρισε.
Πετάχτηκα ορθός και άρχισα να βηματίζω πέρα δώθε στο γραφείο. Με έπιασαν τα δαιμόνια μου.
«Και γιατί με ευχαριστείς;»
«Για τα χρήματα».
«Μα, διάολε, εγώ σε έκλεψα, σε λήστεψα! Και μου λες κι ευχαριστώ;»
«Οι άλλοι δε μου ‘διναν τίποτα!»
«Δε σου ‘διναν τίποτα. Φυσικά! Σου έκανα μια φάρσα για να σου γίνει σκληρό μάθημα. Πάρε τα ογδόντα σου ρούβλια! Τα είχα έτοιμα στο φάκελο! Μα γιατί δε φωνάζεις για το δίκιο σου; Γιατί στέκεσαι έτσι σαν χαζή; Μπορείς να ζήσεις σ’ αυτό τον κόσμο αν δεν πατήσεις λίγο πόδι, αν δε δείξεις τα δόντια σου; Γιατί είσαι άβουλη;»
Μουρμούρισε μερικά ευχαριστώ και βγήκε.
Αντόν Τσέχωφ - Διηγήματα