Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

ΘΥΜΗΣΕΣ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ


"Χρειάζομαι μια σοφίτα!" είπα σχεδόν φωναχτά και αμέσως το πήρα πίσω, μια που δεν έχω ούτε σπίτι. Μένω σ’ ένα τριάρι στο κέντρο της πόλης , με αρκετή φασαρία, μέτρια υγρασία και καθόλου ανοικτό χώρο ή θέα.
Σήμερα έβρεχε και δεν μετρούσα τις στάλες  ούτε παρακολουθούσα τα φύλλα που χόρευαν στο φύσημα του αέρα . Ακούγεται μια δυνατή βροντή . Τα τζάμια παίζουν τρίζοντας σαν να γίνεται σεισμός…......

…..Όταν βροντάει δυνατά να λες : «Άγια Αγάθη βόηθα» λέει σοβαρά ο παππούς και αμέσως το κάνει πράξη κάνοντας το σταυρό του . Η γιαγιά όρθια σχεδόν στη μέση του χαμόσπιτου. Μάλλον είναι γεμάτη αγωνία, μα εμείς τα μικρά νομίζουμε πως φοβάται τις βροντές. Η αγωνία όμως ήταν για τους γονείς μου που έλειπαν σε κάποιο χωράφι πολύ μακριά. Σε μια γωνιά καίει κάτι που μοιάζει με τζάκι. Δεν ζεσταίνει το χώρο, μα καθρεφτίζει τη ζεστασιά της ψυχής μας . Κάπου μες στη μέση, ένα τραπέζι που  γίνεται συχνά πυκνά παιχνίδι μας.Τα πόδια του είναι σπασμένα και στερεωμένα με πρόκες που καμιά φορά τρυπάνε τα γυμνά μας γόνατα πάνω στο παιχνίδι.
 "Γιαγιά πεινάω" λέει ξαφνικά ο αδερφός μου. Σαν να ξύπνησε από λήθαργο και με αρκετή αμηχανία κοίταξε γύρω της, στράφηκε προς το ερμάρι του τοίχου και είπε: "περιμένετε λίγο πάω εδώ δίπλα στη Γιούλια να πάρω δανεικό λίγο ψωμί και αύριο που θα ζυμώσουμε με τη μάνα σας, της το δίνουμε". Κι έφυγε με μιας μες στη βροχή λες και δε συνέβαινε τίποτα κι εμείς μείναμε μαζεμένα σε μια γωνιά γιατί τον παππού τον φοβόμαστε.
        Κόντευε σούρουπο, η ώρα δηλαδή που οι γονείς μας θα έρχονταν από τις δουλειές του χωραφιού, να κάνουν και τις δουλειές του σπιτιού, προπάντων το πότισμα και το τάισμα  των ζώων και ότι άλλο, μέχρι να έρθει και η δική μας σειρά να μας πάνε για ύπνο.
Δίπλα στη στέρνα η μάνα μου πότιζε το άλογο όταν ακούστηκε ο εκκωφαντικός κρότος του κεραυνού που έπεσε. Η αυλή  γέμισε από μια λάμψη,  το άλογο τινάχτηκε, ο παππούς αλαφιάστηκε και η μάνα μου βρέθηκε ξαπλωμένη κάτω, μέσα στα νερά. Αρχίσαμε να φωνάζουμε.  Ήταν που φοβηθήκαμε τον ασυνήθιστα μεγάλο κρότο, μα πιο πολύ πιστεύω ήταν που βλέπαμε τη  μητέρα ξαπλωμένη. Η ίδια μας δήλωσε αργότερα πως την μετακίνησε λίγο το άλογο καθώς προσγειωνόταν  και έτσι επέζησε ,αλλιώς ήταν σίγουρη πως ο κεραυνός θα την είχε σκοτώσει. Αυτό ήταν το θέμα των συζητήσεών μας για πολλές μέρες και κάθε μία από αυτές είχε κάτι καινούργιο να μας αποκαλύψει.

Στο τέλος βρήκαμε  το σημείο που είχε πέσει ο κεραυνός και άρχισε η εξερεύνησή του. Ήτανε μια  λακκούβα  με βάθος όσο το ύψος μας με μαυρισμένες πέτρες γύρω της και κατεβαίναμε μέσα ψάχνοντας για το εύρημα. Όπου έπεφτε αστροπελέκι, έλεγε η παράδοση, βρίσκονταν πέτρες με θαυματουργές ιδιότητες, που έκαναν να σταματάει η αιμορραγία ή να επανέρχεται το γάλα στην περίπτωση που χανότανε σε μια λεχώνα. Ήτανε πεποίθηση πως συνέβαινε αυτό και μάλιστα είχαμε στο σπίτι πέτρες και για τις δυο αυτές περιπτώσεις. Οι μεγάλοι τις προσέχανε σαν τα μάτια τους μη τυχόν και τις χάσουμε εμείς τα παιδιά μια που πολύ μας άρεσε να τις επεξεργαζόμαστε και να ακούμε την ιστορία τους.   


Ιωνάθαν   
                                                                                                

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Όχι προσβλητικό περιεχόμενο